στο λεξικό PONS
in·vol·un·tary [ɪnˈvɒləntəri, αμερικ -ˈvɑ:lənteri] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. involuntary (not by own choice):
2. involuntary (unintentional):
3. involuntary ΙΑΤΡ (automatic):
- involuntary
-
- involuntary muscle contraction
-
- involuntary liquidation
-
-
- involuntary
-
- involuntary manslaughter
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
involuntary liquidation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- involuntary liquidation
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
involuntary reflex action [ɪnˌvɒləntˌririːfleksˈækʃn] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.