στο λεξικό PONS
- unerschütterliche Loyalität
-
- uneingeschränkt Autorität, Loyalität, Respekt
-
- uneingeschränkt Begeisterung, Loyalität
-
-
- Loyalität θηλ <-, -en>
-
- Loyalität θηλ <-, -en>
-
- unerschütterliche Hingabe/Loyalität
-
- Loyalität θηλ <-, -en>
-
- unerschütterliche Loyalität
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.