I. fahr·läs·sig [ˈfa:ɐ̯lɛsɪç] ΕΠΊΘ
- fahrlässig
-
II. fahr·läs·sig [ˈfa:ɐ̯lɛsɪç] ΕΠΊΡΡ
- fahrlässig
-
- fahrlässig handeln
-
- negligently ΝΟΜ
- fahrlässig
- negligent ΝΟΜ
- fahrlässig
- reckless of consequences/danger ΝΟΜ
- grob fahrlässig
- careless ΝΟΜ
- fahrlässig
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.