Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
story [βρετ ˈstɔːri, αμερικ ˈstɔri] ΟΥΣ
1. story (account):
2. story (tale) (gen):
3. story ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
4. story (lie):
5. story (rumour):
6. story:
7. story (unfolding of plot):
8. story αμερικ (floor):
I. two [βρετ tuː, αμερικ tu] ΟΥΣ
III. two [βρετ tuː, αμερικ tu] ΑΝΤΩΝ
IV. two [βρετ tuː, αμερικ tu]
storey βρετ, story αμερικ [βρετ ˈstɔːri, αμερικ ˈstɔri] ΟΥΣ <pl storeys βρετ stories αμερικ>
I. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΟΥΣ
II. shorts ΟΥΣ
III. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΕΠΊΘ
1. short (not long-lasting):
2. short:
4. short (scarce):
5. short (inadequate):
6. short (lacking):
7. short (in abbreviation):
8. short (abrupt):
10. short ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
IV. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΕΠΊΡΡ (abruptly)
VI. short of ΠΡΌΘ
1. short of (just before):
2. short of (just less than):
VII. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ
short ΗΛΕΚ → short circuit
VIII. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt]
στο λεξικό PONS
story <-ries> [ˈstɔ:ri] ΟΥΣ
1. story (tale):
4. story → storey
I. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΘ
4. short (brief):
5. short (not enough):
ιδιωτισμοί:
II. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΟΥΣ
III. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΡΡ
short to stop:
story <-ies> [ˈstɔr·i] ΟΥΣ
1. story (tale):
I. short [ʃɔrt] ΕΠΊΘ
4. short (brief):
5. short (not enough):
6. short (rude):
ιδιωτισμοί:
II. short [ʃɔrt] ΟΥΣ
III. short [ʃɔrt] ΕΠΊΡΡ
short stop:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.