Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
brève
brève → bref
I. bref (brève) [bʀɛf, bʀɛv] ΕΠΊΘ
I. bref (brève) [bʀɛf, bʀɛv] ΕΠΊΘ
-
- brève θηλ
στο λεξικό PONS
I. bref (brève) [bʀɛf, bʀɛv] ΕΠΊΘ
I. bref (brève) [bʀɛf, bʀɛv] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.