Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
action [aksjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. action (fait d'agir):
2. action (façon d'agir):
3. action (effet):
4. action (acte):
5. action (initiative):
6. action (histoire):
7. action ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
στο λεξικό PONS
action [aksjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. action (acte):
3. action (effet):
4. action (péripéties, intrigue):
5. action (mesure ponctuelle):
6. action ΝΟΜ:
action [aksjo͂] ΟΥΣ θηλ
3. action (effet):
- abominable action
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kuwait
- kW
- K-way
- kWh
- kyrie eleison
- l'action
- l'Entente Cordiale
- la
- là
- là-bas
- label