Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. crimin|el (criminelle) [kʀiminɛl] ΕΠΊΘ
II. crimin|el (criminelle) [kʀiminɛl] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
III. crimin|el ΟΥΣ αρσ
IV. criminelle ΟΥΣ θηλ
criminelle θηλ οικ:
I. droit (droite) [dʀwɑ, ɑt] ΕΠΊΘ
1. droit:
2. droit (contraire de gauche):
II. droit (droite) [dʀwɑ, ɑt] ΕΠΊΡΡ
droit aller, rouler:
III. droit ΟΥΣ αρσ
1. droit (prérogative):
2. droit ΝΟΜ (ensemble de lois):
3. droit (redevance):
IV. droite ΟΥΣ θηλ
1. droite (opposé à gauche):
2. droite ΠΟΛΙΤ:
V. droit (droite) [dʀwɑ, ɑt]
- pourchasser animal, criminel
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- criée
- crier
- crieur
- CRIF
- crime
- criminelles
- criminogène
- criminologie
- criminologue
- crin
- crincrin