στο λεξικό PONS
I. high ex·ˈplo·sive ΟΥΣ
II. high ex·ˈplo·sive ΕΠΊΘ προσδιορ
I. ex·plo·sive [ɪkˈspləʊsɪv, ekˈ-, αμερικ -ˈsploʊ-] ΕΠΊΘ
1. explosive (able to blow up):
2. explosive μτφ (very loud):
II. ex·plo·sive [ɪkˈspləʊsɪv, ekˈ-, αμερικ -ˈsploʊ-] ΟΥΣ
1. explosive usu pl (substance):
2. explosive ΓΛΩΣΣ:
I. high [haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (altitude):
2. high (above average):
3. high (of large numerical value):
4. high (important):
5. high (noble):
7. high (intense):
9. high ΜΑΓΕΙΡ (rich):
10. high (intoxicated, euphoric):
11. high (shrill):
13. high κατηγορ (gone off):
ιδιωτισμοί:
II. high [haɪ] ΕΠΊΡΡ
1. high (position):
2. high (amount):
3. high (intensity):
III. high [haɪ] ΟΥΣ
1. high (high point):
4. high (heaven):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
high ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Höchststand αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.