Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. fit [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΟΥΣ
1. fit ΙΑΤΡ:
2. fit (gen):
II. fit [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΕΠΊΘ
1. fit person:
2. fit (suitable, appropriate):
3. fit (in emphatic phrases) οικ:
III. fit <απλ παρελθ fitted, fit αμερικ, μετ παρακειμ fitted> [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fit (be the right size):
2. fit (make or find room for):
3. fit (install):
4. fit:
5. fit (be compatible with):
IV. fit <απλ παρελθ fitted, fit αμερικ, μετ παρακειμ fitted> [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. fit (be the right size):
2. fit (have enough room):
3. fit (go into designated place):
I. bill [βρετ bɪl, αμερικ bɪl] ΟΥΣ
1. bill ΕΜΠΌΡ (for payment):
2. bill ΝΟΜ, ΠΟΛΙΤ (law):
3. bill (poster):
4. bill αμερικ (banknote):
7. bill ΓΕΩΓΡ (promontory):
-
- promontoire αρσ
II. bill [βρετ bɪl, αμερικ bɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bill (send demand for payment):
2. bill ΘΈΑΤ (gen) (advertise):
I. pipe [βρετ pʌɪp, αμερικ paɪp] ΟΥΣ
1. pipe (conduit):
2. pipe (for smoker):
III. pipe [βρετ pʌɪp, αμερικ paɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pipe (carry):
2. pipe (transmit):
4. pipe (play):
5. pipe (decorate with cord):
6. pipe ΜΑΓΕΙΡ:
στο λεξικό PONS
I. fit1 <-tter, -ttest> [fɪt] ΕΠΊΘ
1. fit (suitable):
II. fit1 <fitting, -tt- [or αμερικ -]> [fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
2. fit (position/shape as required):
III. fit1 <fitting, -tt- [or αμερικ -]> [fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
fitter [ˈfɪtəʳ, αμερικ ˈfɪt̬ɚ] ΟΥΣ
2. fitter (person maintaining machinery):
I. pipe [paɪp] ΟΥΣ
I. fit1 <-tter, -ttest> [fɪt] ΕΠΊΘ
1. fit (suitable):
II. fit1 <fitting, - [or -tt-]> [fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. fit1 <fitting, - [or -tt-]> [fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
fitter [ˈfɪt̬·ər] ΟΥΣ
2. fitter (person maintaining machinery):
I. pipe [paɪp] ΟΥΣ
| I | fit |
|---|---|
| you | fit |
| he/she/it | fits |
| we | fit |
| you | fit |
| they | fit |
| I | fitted / αμερικ fit |
|---|---|
| you | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | fitted / αμερικ fit |
| we | fitted / αμερικ fit |
| you | fitted / αμερικ fit |
| they | fitted / αμερικ fit |
| I | have | fitted / αμερικ fit |
|---|---|---|
| you | have | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | has | fitted / αμερικ fit |
| we | have | fitted / αμερικ fit |
| you | have | fitted / αμερικ fit |
| they | have | fitted / αμερικ fit |
| I | had | fitted / αμερικ fit |
|---|---|---|
| you | had | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | had | fitted / αμερικ fit |
| we | had | fitted / αμερικ fit |
| you | had | fitted / αμερικ fit |
| they | had | fitted / αμερικ fit |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- piously
- pip
- pipe
- pipe bomb
- pipeclay
- pipe fitter
- pipeful
- pipe in
- pipeline
- pipe of peace
- pipe organ