Oxford Spanish Dictionary
I. fit1 <comp fitter, superl fittest> [αμερικ fɪt, βρετ fɪt] ΕΠΊΘ
1.1. fit (healthy):
2.1. fit (suitable):
2.2. fit (right, proper) pred:
II. fit1 <μετ ενεστ fitting; παρελθ, μετ παρακειμ fitted> [αμερικ fɪt, βρετ fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. fit ΜΌΔΑ:
1.2. fit (be right size, shape for):
1.3. fit (correspond to):
2. fit (install) esp βρετ :
3.1. fit (accommodate):
3.2. fit (adjust):
3.3. fit (make suitable):
III. fit1 <μετ ενεστ fitting; παρελθ, μετ παρακειμ fitted> [αμερικ fɪt, βρετ fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. fit ΜΌΔΑ:
2. fit (be right size, shape):
3. fit (correspond):
IV. fit1 [αμερικ fɪt, βρετ fɪt] ΟΥΣ
fit (of size, shape) χωρίς πλ:
fit2 [αμερικ fɪt, βρετ fɪt] ΟΥΣ
1. fit (attack):
2. fit (short burst):
fitter [αμερικ ˈfɪdər, βρετ ˈfɪtə] ΟΥΣ
2. fitter ΤΕΧΝΟΛ (mechanic):
I. pipe [αμερικ paɪp, βρετ pʌɪp] ΟΥΣ
2. pipe (for tobacco):
II. pipe [αμερικ paɪp, βρετ pʌɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pipe (transport by pipe) + επίρρ συμπλήρ:
2. pipe (play):
3.1. pipe ΜΑΓΕΙΡ:
στο λεξικό PONS
I. fit1 <fitter, fittest> [fɪt] ΕΠΊΘ
II. fit1 <fits, fitted, fitted> [fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. fit1 <fits, fitted, fitted> [fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. fit (correspond):
I. pipe [paɪp] ΟΥΣ
2. pipe (for smoking):
II. pipe [paɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pipe (transport):
2. pipe (speak shrilly, chirping):
I. fit1 <-tt-> [fɪt] ΕΠΊΘ
II. fit1 <-tt-> [fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. fit1 <-tt-> [fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. fit (correspond):
I. pipe [paɪp] ΟΥΣ
1. pipe ΤΕΧΝΟΛ:
2. pipe (for smoking):
II. pipe [paɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
| I | fit |
|---|---|
| you | fit |
| he/she/it | fits |
| we | fit |
| you | fit |
| they | fit |
| I | fitted / αμερικ fit |
|---|---|
| you | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | fitted / αμερικ fit |
| we | fitted / αμερικ fit |
| you | fitted / αμερικ fit |
| they | fitted / αμερικ fit |
| I | have | fitted / αμερικ fit |
|---|---|---|
| you | have | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | has | fitted / αμερικ fit |
| we | have | fitted / αμερικ fit |
| you | have | fitted / αμερικ fit |
| they | have | fitted / αμερικ fit |
| I | had | fitted / αμερικ fit |
|---|---|---|
| you | had | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | had | fitted / αμερικ fit |
| we | had | fitted / αμερικ fit |
| you | had | fitted / αμερικ fit |
| they | had | fitted / αμερικ fit |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pioneer
- pioneering
- pious
- piously
- pip
- pipe fitter
- pipe-fitter
- pipeline
- pipe organ
- piper
- pipe rack