Oxford Spanish Dictionary
rojo1 (roja) ΕΠΊΘ
1.1. rojo color/vestido:
- rojo (roja)
-
2.2. rojo μειωτ ΠΟΛΙΤ (en la Guerra Civil española):
- rojo (roja)
-
rojo2 ΟΥΣ αρσ
rojo3 (roja) ΟΥΣ αρσ (θηλ) μειωτ
2. rojo (en la Guerra Civil española):
- rojo (roja)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.