Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
apte [apt] ΕΠΊΘ
1. apte (capable):
- apte
- capable (à of)
2. apte:
- apte (ayant les qualifications requises)
- qualified (à for, à faire to do)
- apte (présentant les conditions requises)
- fit (à for, à faire to do)
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.