Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
suitable [βρετ ˈsuːtəb(ə)l, αμερικ ˈsudəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- suitable accommodation, clothing, employment, qualification, venue
-
- suitable candidate
-
- suitable treatment, gift, gesture
-
- not suitable for human consumption
-
- eminently capable, fair, sensible, suitable
-
στο λεξικό PONS
-
- suitable
-
- suitable
-
- suitable
-
- suitable
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.