Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
world [βρετ wəːld, αμερικ wərld] ΟΥΣ
1. world (planet):
2. world (group of people):
3. world (section of the earth):
4. world (person's environment):
oyster [βρετ ˈɔɪstə, αμερικ ˈɔɪstər] ΟΥΣ
I. old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld] ΟΥΣ The irregular form vieil of the adjective vieux/vieille is used before masculine nouns beginning with a vowel or a mute ‘h’.
III. old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (elderly, not young):
2. old (of a particular age):
3. old (not new):
4. old (former, previous):
5. old (as term of affection):
6. old (as intensifier) οικ:
στο λεξικό PONS
world [wɜ:ld, αμερικ wɜ:rld] ΟΥΣ
1. world no πλ ΓΕΩ:
2. world (defined group):
ιδιωτισμοί:
I. old <-er, -est> [əʊld, αμερικ oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young, new):
2. old (denoting an age):
world [wɜrld] ΟΥΣ
1. world ΓΕΩ:
2. world (defined group):
ιδιωτισμοί:
I. old <-er, -est> [oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young, new):
2. old (denoting an age):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.