Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
quaint [βρετ kweɪnt, αμερικ kweɪnt] ΕΠΊΘ
1. quaint (pretty):
- quaint pub, village, name
-
- how quaint!
-
2. quaint manners, ways:
στο λεξικό PONS
quaint [kweɪnt] ΕΠΊΘ
1. quaint (charming):
- quaint village, landscape
-
- vieillot(te)
- quaint
quaint [kweɪnt] ΕΠΊΘ
1. quaint (charming):
- quaint village, landscape
-
- vieillot(te)
- quaint
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.