Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. small [βρετ smɔːl, αμερικ smɔl] ΟΥΣ
III. small [βρετ smɔːl, αμερικ smɔl] ΕΠΊΘ
1. small (not big):
3. small (not much):
small shopkeeper ΟΥΣ
small businessman ΟΥΣ
small-mindedness ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
I. small [smɔ:l] ΕΠΊΘ
3. small (insignificant):
4. small (on a limited scale):
small arms ΟΥΣ πλ
small business <-es> ΟΥΣ
small-time ΕΠΊΘ
small businessman ΟΥΣ
I. small [smɔl] ΕΠΊΘ
3. small (insignificant):
4. small (on limited scale):
small business <-es> ΟΥΣ
small businessman ΟΥΣ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.