στο λεξικό PONS
Wel·le <-, -n> [ˈvɛlə] ΟΥΣ θηλ
2. Welle (massenhaftes Auftreten):
4. Welle ΡΑΔΙΟΦ:
grün [gry:n] ΕΠΊΘ
1. grün (Farbe):
3. grün (wenig Reife, Erfahrung besitzend):
ιδιωτισμοί:
Zweig <-[e]s, -e> [tsvaik] ΟΥΣ αρσ
3. Zweig (Fachrichtung):
Tisch <-[e]s, -e> [tɪʃ] ΟΥΣ αρσ
1. Tisch (Esstisch):
ιδιωτισμοί:
Grün <-s, - [o. οικ -s]> [gry:n] ΟΥΣ ουδ
1. Grün (Farbe):
2. Grün (Grünflächen):
3. Grün (grüne Pflanzen):
II. wel·len [ˈvɛlən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
Haar <-[e]s, -e> [ha:ɐ̯] ΟΥΣ ουδ
2. Haar ενικ o. πλ (gesamtes Kopfhaar):
ιδιωτισμοί:
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Grüne Welle ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ, ΥΠΟΔΟΜΉ
| es | grünt |
|---|
| es | grünte |
|---|
| es | hat | gegrünt |
|---|
| es | hatte | gegrünt |
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.