στο λεξικό PONS
only ˈchild ΟΥΣ
I. child <pl -dren> [tʃaɪld, pl tʃɪldrən] ΟΥΣ
1. child (young human):
2. child:
ιδιωτισμοί:
II. child <pl -dren> [tʃaɪld, pl tʃɪldrən] ΟΥΣ modifier
I. only [ˈəʊnli, αμερικ ˈoʊn-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
II. only [ˈəʊnli, αμερικ ˈoʊn-] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. only (exclusively):
2. only (just):
3. only (merely):
4. only (extremely):
5. only (unavoidably):
6. only (to express wish):
7. only (indicating a surprising development):
III. only [ˈəʊnli, αμερικ ˈoʊn-] ΣΎΝΔ
1. only (however):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.