στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. only [βρετ ˈəʊnli, αμερικ ˈoʊnli] ΕΠΊΘ
1. only (sole):
II. only [βρετ ˈəʊnli, αμερικ ˈoʊnli] ΕΠΊΡΡ
1. only (exclusively):
2. only (nothing more than):
3. only (in expressions of time):
4. only (merely):
5. only (just):
III. only just ΕΠΊΡΡ
1. only just (very recently):
IV. only too ΕΠΊΡΡ
V. only [βρετ ˈəʊnli, αμερικ ˈoʊnli] ΣΎΝΔ (but)
child <πλ children> [βρετ tʃʌɪld, αμερικ tʃaɪld] ΟΥΣ
1. child (non-adult):
στο λεξικό PONS
I. only [ˈoʊn·li] ΕΠΊΘ
II. only [ˈoʊn·li] ΕΠΊΡΡ
child <children> [tʃaɪld] pl ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.