στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. però [peˈrɔ] ΣΎΝΔ
1. però (con valore avversativo):
2. però (in compenso):
στο λεξικό PONS
però [pe·ˈrɔ] ΣΎΝΔ
1. però (avversativo):
- però
-
2. però (concessivo):
- però
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.