στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
lazy [βρετ ˈleɪzi, αμερικ ˈleɪzi] ΕΠΊΘ
- lazy smile, yawn
-
- lazy day, holiday
-
- lazy movement, pace
-
- lazy excuse
-
-
- lazy
- indolente lavoratore, studente
- lazy
- indolente sbadiglio, sorriso
- lazy
-
- lazy
- impigrirsi cervello, intelligenza:
-
- impigrirsi cervello, intelligenza:
-
- impigrirsi persona:
-
- impigrirsi persona:
-
στο λεξικό PONS
- pigro (-a)
- lazy
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- bone lazy
- pigrissimo, -a