στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. risparmio <πλ risparmi> [risˈparmjo, mi] ΟΥΣ αρσ
1. risparmio (economia):
II. risparmi ΟΥΣ αρσ πλ
III. risparmio <πλ risparmi> [risˈparmjo, mi]
-
- risparmio αρσ energetico
-
- confezione θηλ risparmio
-
- risparmio αρσ energetico
-
- a risparmio energetico
-
- risparmio αρσ energetico
-
- risparmio αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.