στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. gli2 [ʎi] ΠΡΟΣΩΠ ΑΝΤΩΝ αρσ sg
1. gli (riferito a persona di sesso maschile):
II. gli2 [ʎi] ΠΡΟΣΩΠ ΑΝΤΩΝ αρσ θηλ
gli pl οικ (a essi):
-  gli Appalachi
-  
-  gli ultrasessantenni
-  
στο λεξικό PONS
 
  
 I. gli [ʎi] ΆΡΘ det αρσ pl (davanti a s impura, gn, pn, ps, x, z)
-  gli
-  
II. gli [ʎi] ΑΝΤΩΝ πρόσ 3. πρόσ αρσ sing
1. gli:
2. gli (unito a la, le, li, lo, ne: a lei, a lui, a loro ecc.):
-  gli -i
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 