στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
they've [βρετ ðeɪv, αμερικ ðeɪv] contr.
they've → they have
στο λεξικό PONS
they've [ðeɪv]
they've = they have, have
I. have <has, had, had> [hæv, unstressed: həv] ΡΉΜΑ μεταβ
1. have (own):
2. have (engage in):
3. have (eat):
5. have (receive):
6. have (show trait):
7. have (cause to occur):
II. have <has, had, had> [hæv, unstressed: həv] ΡΉΜΑ βοηθ ρήμα
1. have (indicates perfect tense):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.