στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. mobile [ˈmɔbile] ΕΠΊΘ
1. mobile (che si muove):
2. mobile (non fisso):
II. mobile [ˈmɔbile] ΟΥΣ αρσ
1. mobile (arredo):
mobilio [moˈbiljo] ΟΥΣ αρσ
mobilio → mobilia
mobilia [moˈbilja] ΟΥΣ θηλ
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 I. mobile [ˈmɔ:·bi·le] ΕΠΊΘ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
