στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
pietoso [pjeˈtoso] ΕΠΊΘ
1. pietoso (che manifesta pietà):
2. pietoso (che suscita compassione):
- piteous condition, state
- pietoso
-
- pietoso
- lamentable state, result, performance
- deplorevole, pietoso
-
- stato αρσ pietoso
- pitiful condition, state
- pietoso
- charitable explanation
- pietoso
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.