στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. pietrificato [pjetrifiˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
pietrificato → pietrificare
II. pietrificato [pjetrifiˈkato] ΕΠΊΘ
I. pietrificare [pjetrifiˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pietrificare (mutare in pietra):
2. pietrificare μτφ:
II. pietrificarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. pietrificarsi:
2. pietrificarsi (per lo spavento, lo stupore):
- pietrificarsi μτφ
-
- pietrificarsi μτφ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.