pietosamente [pjetosaˈmente] ΕΠΊΡΡ
1. pietosamente (con pietà):
- pietosamente
-
3. pietosamente (in modo insoddisfacente):
- pietosamente cantare, recitare
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.