στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. compassionate [βρετ kəmˈpaʃ(ə)nət, αμερικ kəmˈpæʃənət] ΕΠΊΘ
II. compassionate [βρετ kəmˈpaʃ(ə)nət, αμερικ kəmˈpæʃənət] ΡΉΜΑ μεταβ
- compassionate
-
- compassionevole persona
- compassionate
- compassionevole gesto
- compassionate
- licenza straordinaria ΣΤΡΑΤ
- compassionate leave
στο λεξικό PONS
compassionate [kəm·ˈpæ·ʃə·nət] ΕΠΊΘ
- compassionate
-
- pietoso (-a)
- compassionate
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.