I. atteggiato [attedˈdʒato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
atteggiato → atteggiare
II. atteggiato [attedˈdʒato] ΕΠΊΘ
I. atteggiare [attedˈdʒare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. atteggiarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. atteggiarsi persona:
2. atteggiarsi (posare):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.