compassionately [βρετ kəmˈpaʃ(ə)nətli, αμερικ kəmˈpæʃ(ə)nətli] ΕΠΊΡΡ
compassionately act, treat:
- compassionately
-
-
- compassionately
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.