στο λεξικό PONS
high availability ΟΥΣ
avail·abil·ity [əˌveɪləˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
I. high [haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (altitude):
2. high (above average):
3. high (of large numerical value):
4. high (important):
5. high (noble):
7. high (intense):
9. high ΜΑΓΕΙΡ (rich):
10. high (intoxicated, euphoric):
11. high (shrill):
13. high κατηγορ (gone off):
ιδιωτισμοί:
II. high [haɪ] ΕΠΊΡΡ
1. high (position):
2. high (amount):
3. high (intensity):
III. high [haɪ] ΟΥΣ
1. high (high point):
4. high (heaven):
availability ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
availability ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Fälligkeit θηλ
-
- Disposition θηλ
high ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Höchststand αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- hieratic
- hieroglyph
- hieroglyphic
- hifalutin
- hi-fi
- high availability
- high balance
- highball
- high-bay warehouse
- high beam
- highborn