στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. left1 [βρετ lɛft, αμερικ lɛft] ΕΠΊΘ
left eye, hand, shoe:
- left
-
II. left1 [βρετ lɛft, αμερικ lɛft] ΟΥΣ
left2 [βρετ lɛft, αμερικ lɛft] ΡΉΜΑ παρελθ, μετ παρακειμ
left → leave
leave3 [βρετ liːv, αμερικ liv] ΡΉΜΑ αμετάβ
leave → leaf IV
leave2 [βρετ liːv, αμερικ liv] ΟΥΣ
1. leave (time off):
2. leave (permission):
I. leave1 <παρελθ/μετ παρακειμ left> [βρετ liːv, αμερικ liv] ΡΉΜΑ μεταβ
1. leave:
2. leave (leave behind):
3. leave (let remain):
4. leave (allow to do):
5. leave (result in):
6. leave (postpone):
7. leave (stop and agree):
8. leave ΝΟΜ (bequeath):
II. leave1 <παρελθ/μετ παρακειμ left> [βρετ liːv, αμερικ liv] ΡΉΜΑ αμετάβ
left-handedness [βρετ ˌlɛftˈhandɪdnəs, αμερικ ˌlɛftˈhændədnəs] ΟΥΣ
- left-handedness
- mancinismo αρσ
I. ultra-left [βρετ ˌʌltrəˈlɛft, αμερικ ˌəltrəˈlɛft] ΟΥΣ
II. ultra-left [βρετ ˌʌltrəˈlɛft, αμερικ ˌəltrəˈlɛft] ΕΠΊΘ
- ultra-left
-
στο λεξικό PONS
left [left] ΡΉΜΑ
left παρελθ, μετ παρακειμ of leave
I. leave1 <left, left> [li:v] ΡΉΜΑ μεταβ
2. leave (not take away with):
3. leave (put in a situation):
I. left2 [left] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.