στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
deliberately [βρετ dɪˈlɪb(ə)rətli, αμερικ dəˈlɪb(ə)rətli] ΕΠΊΡΡ
1. deliberately (intentionally):
- deliberately do, say
-
- deliberately sarcastic, provocative etc.
-
2. deliberately (slowly and carefully):
- deliberately speak
-
- deliberately walk
-
στο λεξικό PONS
deliberately ΕΠΊΡΡ
1. deliberately (intentionally):
- deliberately
-
2. deliberately (unhurriedly):
- deliberately
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.