στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 intentionally [βρετ ɪnˈtɛnʃ(ə)nəli, ɪnˈtɛnʃən(ə)li, αμερικ ɪnˈtɛnʃ(ə)nəli] ΕΠΊΡΡ
-  intentionally act, mislead, injure
-  
-  intentionally ambiguous, vague
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
-  
-  intentionally/unintentionally
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
