στο λεξικό PONS
ˈjob con·tract ΟΥΣ
I. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contract (agreement):
II. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΡΉΜΑ μεταβ
I. con·tract2 [kənˈtrækt] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. con·tract2 [kənˈtrækt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. contract (tense) muscles, metal:
2. contract ΓΛΩΣΣ:
-
- etw verkürzen [o. zusammenziehen]
I. job [ʤɒb, αμερικ ʤɑ:b] ΟΥΣ
1. job (employment):
2. job:
3. job οικ (object):
4. job αργκ (crime):
5. job no pl (duty):
6. job no pl (problem):
ιδιωτισμοί:
II. job <-bb-> [ʤɒb, αμερικ ʤɑ:b] ΡΉΜΑ μεταβ
job ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
job contract ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
contract ΡΉΜΑ αμετάβ CTRL
contract ΡΉΜΑ μεταβ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
contract ΡΉΜΑ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | contract |
|---|---|
| you | contract |
| he/she/it | contracts |
| we | contract |
| you | contract |
| they | contract |
| I | contracted |
|---|---|
| you | contracted |
| he/she/it | contracted |
| we | contracted |
| you | contracted |
| they | contracted |
| I | have | contracted |
|---|---|---|
| you | have | contracted |
| he/she/it | has | contracted |
| we | have | contracted |
| you | have | contracted |
| they | have | contracted |
| I | had | contracted |
|---|---|---|
| you | had | contracted |
| he/she/it | had | contracted |
| we | had | contracted |
| you | had | contracted |
| they | had | contracted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.