στο λεξικό PONS
grün [gry:n] ΕΠΊΘ
Zweig <-[e]s, -e> [tsvaik] ΟΥΣ αρσ
3. Zweig (Fachrichtung):
Tisch <-[e]s, -e> [tɪʃ] ΟΥΣ αρσ
1. Tisch (Esstisch):
ιδιωτισμοί:
grün-al·ter·na·tiv ΕΠΊΘ ΠΟΛΙΤ
Grün <-s, - [o. οικ -s]> [gry:n] ΟΥΣ ουδ
1. Grün (Farbe):
2. Grün (Grünflächen):
3. Grün (grüne Pflanzen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.