στο λεξικό PONS
I. pa·na·schiert [panaˈʃi:rt] ΡΉΜΑ
panaschiert μετ παρακειμ: panaschieren
II. pa·na·schiert [panaˈʃi:rt] ΕΠΊΘ ΒΟΤ
- panaschiert Blume, Blatt
-
pa·na·schie·ren* [panaˈʃi:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ ΠΟΛΙΤ
pa·na·schie·ren* [panaˈʃi:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ ΠΟΛΙΤ
- variegated ΒΟΤ
- panaschiert ειδικ ορολ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- PAN
- Panade
- Panama
- Panamaer
- Panamahut
- panaschiert
- Panda
- Pandekten
- Pandektist
- Pandemie
- Pandemiebetrieb