στο λεξικό PONS
caps lock key ΟΥΣ
I. cap1 [kæp] ΟΥΣ
1. cap (hat):
2. cap esp βρετ ΑΘΛ:
3. cap:
4. cap ΓΕΩΛ:
-
- Deckschicht θηλ
5. cap (limit):
7. cap (for toy gun):
-
- Spielzeugpatrone θηλ
II. cap1 <-pp-> [kæp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. cap ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (limit):
2. cap esp βρετ ΑΘΛ:
cap2 [kæp] ΟΥΣ
cap ΤΥΠΟΓΡ συντομογραφία: capital [letter]
I. lock1 [lɒk, αμερικ lɑ:k] ΟΥΣ
1. lock (fastening device):
4. lock no pl βρετ, αυστραλ ΑΥΤΟΚ:
5. lock αμερικ οικ (certain winner):
6. lock (certainty):
7. lock (synchronize):
ιδιωτισμοί:
II. lock1 [lɒk, αμερικ lɑ:k] ΡΉΜΑ μεταβ
1. lock (fasten):
2. lock usu passive (entangle):
CAP [ˌsi:eɪˈpi:] ΟΥΣ
CAP EE συντομογραφία: Common Agricultural Policy
Com·mon Ag·ri·ˈcul·tur·al Poli·cy, CAP ΟΥΣ EE
I. key1 [ki:] ΟΥΣ
2. key (button):
4. key no pl (essential point):
5. key:
II. key1 [ki:] ΟΥΣ modifier
III. key1 [ki:] ΕΠΊΘ (of crucial importance)
IV. key1 [ki:] ΡΉΜΑ μεταβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cap ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | cap |
|---|---|
| you | cap |
| he/she/it | caps |
| we | cap |
| you | cap |
| they | cap |
| I | capped |
|---|---|
| you | capped |
| he/she/it | capped |
| we | capped |
| you | capped |
| they | capped |
| I | have | capped |
|---|---|---|
| you | have | capped |
| he/she/it | has | capped |
| we | have | capped |
| you | have | capped |
| they | have | capped |
| I | had | capped |
|---|---|---|
| you | had | capped |
| he/she/it | had | capped |
| we | had | capped |
| you | had | capped |
| they | had | capped |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.