στο λεξικό PONS
Schwer·punkt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Schwerpunkt (Hauptgewicht):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Schwerpunkt ΟΥΣ αρσ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- Schwerpunkt (Kernbereich)
-
- Schwerpunkt (Kernbereich)
-
geschäftlicher Schwerpunkt phrase ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- geschäftlicher Schwerpunkt
-
-
- Schwerpunkt αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.