στο λεξικό PONS
Ma·xi·mal·zins·satz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Maximalzinssatz
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Maximalzinssatz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Maximalzinssatz (Cap; zwischen Käufer und Verkäufer vereinbarte Zinsbegrenzung)
-
-
- Maximalzinssatz αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.