στο λεξικό PONS
Ma·xi·mie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Maximierung
-
-
- Maximierung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Maximierung ΟΥΣ θηλ CTRL
- Maximierung
-
Shareholder Value-Maximierung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Shareholder Value-Maximierung
-
-
- Maximierung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.