Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. easy [βρετ ˈiːzi, αμερικ ˈizi] ΕΠΊΘ
1. easy (not difficult):
2. easy (untroubled, relaxed):
II. easy [βρετ ˈiːzi, αμερικ ˈizi] ΕΠΊΡΡ
1. easy (in a relaxed way):
III. easy [βρετ ˈiːzi, αμερικ ˈizi]
I. lay [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΡΉΜΑ παρελθ
lay → lie
II. lay [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΟΥΣ
III. lay [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΕΠΊΘ
IV. lay <απλ παρελθ, μετ παρακειμ laid> [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
V. lay <απλ παρελθ, μετ παρακειμ laid> [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. money [βρετ ˈmʌni, αμερικ ˈməni] ΟΥΣ
2. money (funds):
3. money (in banking, on stock exchange):
4. money (salary):
5. money (price):
6. money (wealth):
II. monies, moneys ΟΥΣ
III. money [βρετ ˈmʌni, αμερικ ˈməni]
στο λεξικό PONS
I. easy [ˈi:zɪ] ΕΠΊΘ
1. easy (simple):
2. easy (comfortable, carefree):
3. easy (relaxed):
II. easy [ˈi:zɪ] ΕΠΊΡΡ
money [ˈmʌni] ΟΥΣ no πλ
ιδιωτισμοί:
I. easy <-ier, -iest> [ˈ·zi] ΕΠΊΘ
1. easy (simple):
2. easy (comfortable, carefree):
3. easy (relaxed):
II. easy <-ier, -iest> [ˈ·zi] ΕΠΊΡΡ
money [ˈmʌn·i] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.