Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. relation [βρετ rɪˈleɪʃ(ə)n, αμερικ rəˈleɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. relation (relative):
2. relation (connection):
I. east [βρετ iːst, αμερικ ist] ΟΥΣ
III. east [βρετ iːst, αμερικ ist] ΕΠΊΡΡ
I. west [βρετ wɛst, αμερικ wɛst] ΟΥΣ
II. west [βρετ wɛst, αμερικ wɛst] ΕΠΊΘ προσδιορ
III. west [βρετ wɛst, αμερικ wɛst] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
I. west [west] ΟΥΣ
1. west (cardinal point):
I. east [ˈi:st] ΟΥΣ
1. east (cardinal point):
relation [rɪˈleɪʃn] ΟΥΣ
1. relation no πλ (link):
2. relation (relative):
I. east [ist] ΟΥΣ
1. east (cardinal point):
I. west [west] ΟΥΣ
1. west (cardinal point):
relation [rɪ·ˈleɪ·ʃ ə n] ΟΥΣ
1. relation (link):
2. relation (relative):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Easter vacation
- east-facing
- East German
- East Germany
- East Indies
- East-West relations
- easy
- easy-care
- easy chair
- easy-going
- easy listening