Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
lien [ljɛ̃] ΟΥΣ αρσ
- indéfectible attachement, amitié, lien
-
στο λεξικό PONS
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
-
- lien αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.