Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. droit (droite) [dʀwɑ, ɑt] ΕΠΊΘ
1. droit:
2. droit (contraire de gauche):
II. droit (droite) [dʀwɑ, ɑt] ΕΠΊΡΡ
droit aller, rouler:
III. droit ΟΥΣ αρσ
1. droit (prérogative):
2. droit ΝΟΜ (ensemble de lois):
3. droit (redevance):
IV. droite ΟΥΣ θηλ
1. droite (opposé à gauche):
2. droite ΠΟΛΙΤ:
V. droit (droite) [dʀwɑ, ɑt]
passe-droit <πλ passe-droits> [pasdʀwɑ] ΟΥΣ αρσ
non-droit [nɔ̃dʀwa] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
I. droit [dʀwa] ΕΠΊΡΡ
II. droit [dʀwa] ΟΥΣ αρσ
1. droit (prérogative):
I. droit [dʀwa] ΕΠΊΡΡ
II. droit [dʀwa] ΟΥΣ αρσ
1. droit (prérogative):
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.