Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. piqué (piquée) [pike] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
piqué → piquer
II. piqué (piquée) [pike] ΕΠΊΘ
2. piqué (marqué):
III. piqué (piquée) [pike] ΟΥΣ αρσ (θηλ) οικ (extravagant)
IV. piqué ΟΥΣ αρσ
2. piqué ΑΕΡΟ:
I. piquer [pike] ΡΉΜΑ μεταβ
1. piquer (blesser):
2. piquer (enfoncer une pointe) personne, bec, aiguille:
3. piquer ΙΑΤΡ:
4. piquer ΜΑΓΕΙΡ:
5. piquer:
6. piquer (parsemer):
7. piquer (irriter):
8. piquer οικ:
9. piquer οικ police:
11. piquer (coudre):
12. piquer (toucher, affecter):
14. piquer (commencer) οικ:
II. piquer [pike] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. piquer (irriter):
2. piquer (exciter les sens):
3. piquer (descendre):
4. piquer (prendre):
III. se piquer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se piquer (se blesser):
2. se piquer:
3. se piquer (se couvrir de taches):
4. se piquer (par prétention) τυπικ:
IV. piquer [pike]
counterpane [βρετ ˈkaʊntəpeɪn, αμερικ ˈkaʊn(t)ərˌpeɪn] ΟΥΣ παρωχ
candlewick [βρετ ˈkand(ə)lwɪk, αμερικ ˈkændlˌwɪk] ΟΥΣ
-
- tuft αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.