Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
amuse-gueule <πλ amuse-gueule, amuse-gueules> [amyzɡœl] ΟΥΣ αρσ
I. salé (salée) [sale] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
salé → saler
II. salé (salée) [sale] ΕΠΊΘ
1. salé (contenant du sel):
2. salé:
III. salé (salée) [sale] ΕΠΊΘ
I. petit (petite) [p(ə)ti, it] ΕΠΊΘ
1. petit personne, pied, objet, arbre, entreprise:
2. petit (en longueur, durée):
3. petit (en âge):
4. petit (en quantité, prix, force):
5. petit (en gravité):
6. petit (dans une hiérarchie):
7. petit (pour minimiser):
8. petit (en sentiment):
II. petit (petite) [p(ə)ti, it] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. petit:
III. petit (petite) [p(ə)ti, it] ΕΠΊΡΡ
IV. petit ΟΥΣ αρσ
1. petit (jeune animal):
V. petit (petite) [p(ə)ti, it]
I. snack [βρετ snak, αμερικ snæk] ΟΥΣ
I. nibble [βρετ ˈnɪb(ə)l, αμερικ ˈnɪbəl] ΟΥΣ
II. nibble [βρετ ˈnɪb(ə)l, αμερικ ˈnɪbəl] ΡΉΜΑ μεταβ
III. nibble [βρετ ˈnɪb(ə)l, αμερικ ˈnɪbəl] ΡΉΜΑ αμετάβ
στο λεξικό PONS
I. nibble [ˈnɪbl] ΟΥΣ
II. nibble [ˈnɪbl] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.