Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. superior [βρετ suːˈpɪərɪə, αμερικ səˈpɪriər] ΟΥΣ (gen)
II. superior [βρετ suːˈpɪərɪə, αμερικ səˈpɪriər] ΕΠΊΘ
1. superior:
2. superior (higher in rank):
- superior officer
-
3. superior (condescending):
- superior person, look, smile, air
-
4. superior:
- superior ΒΙΟΛ, ΒΟΤ, ΤΥΠΟΓΡ
-
Mother Superior ΟΥΣ
- Mother Superior
-
- vastly improved, increased, overrated, superior
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.