Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
lion [ljɔ̃] ΟΥΣ αρσ
- lion
- lion
cage [kaʒ] ΟΥΣ θηλ
1. cage (pour animaux sauvages):
2. cage οικ ΑΘΛ:
- cage d'écureuil ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ
-
- cage d'écureuil ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ
-
- cage d'écureuil ΗΛΕΚ
-
- cage d'escalier ΟΙΚΟΔ
-
- cage d'extraction ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ
-
- cage thoracique ΑΝΑΤ
-
Lion [ljɔ̃] αρσ
- Lion
-
- lion
- lion αρσ
-
- Lion αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.